- πανούργευμα
- πᾰνούργ-ευμα, ατος, τό,A = πανούργημα (for which it is v.l. in Sch. Ar.Eq.800, LXX Si.1.6, al.): pl., in good sense, wonderful feats, ib. Ju. 11.8 (v.l. -ήματα).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανούργευμα — wonderful feats neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανούργευμα — τὸ, Α [πανουργεύομαι] 1. πανούργημα*, πανουργία, δόλιο τέχνασμα 2. στον πληθ. τὰ πανουργεύματα (με καλή σημ.) θαυμαστά κατορθώματα … Dictionary of Greek
πανουργευμάτων — πανούργευμα wonderful feats neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργεύμασι — πανούργευμα wonderful feats neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργεύμασιν — πανούργευμα wonderful feats neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργεύματα — πανούργευμα wonderful feats neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργεύματος — πανούργευμα wonderful feats neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)